προαγνοώ

προαγνοώ
-έω, Α
πιθ.
1. αγνοώ κάτι εκ τών προτέρων
2. (η μτχ. ουδ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ προηγνοημένα
όσα σφάλματα διέπραξε κανείς προηγουμένως, όταν δηλαδή βρισκόταν ακόμη σε άγνοια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”